μονομερίς
Смотреть что такое "μονομερίς" в других словарях:
μονομερίς — επίρρ. χρον., σε μια μόνο μέρα, στη διάρκεια μιας μέρας: Καθάρισε όλο το διώροφο σπίτι μονομερίς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονομερίς — επίρρ. σε μία μόνη μέρα, μέσα στην ίδια μέρα, αυθημερόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μέρα κατά τα επιρρμ. σε ίς (πρβλ. αποβραδ ίς)] … Dictionary of Greek
-ίς — (Μ ίς) κατάλ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία εμφανίζεται σε επιρρ., κυρίως χρονικά.Παραδείγματα λ. σε ίς είναι: αποβραδίς, αποκαινουργίς, αποσπερίς, κοντοβραδίς, κοντολογίς, μεσονυχτίς, μεσοχρονίς, μονομερίς, μονοστιγμίς, μονοχρονίς,… … Dictionary of Greek
αυθημερόν — (AM αὐθημερόν, Α και αὐθήμερα και αὐτημερόν, ιων. τ.) [αυθήμερος] μέσα στην ίδια μέρα, μονομερίς … Dictionary of Greek